εγγιάζω

εγγιάζω
βλ. εγγίζω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • εγγίζω — και αγγίζω και εγγιάζω και γγιάζω (AM ἐγγίζω) 1. είμαι κοντά, πλησιάζω 2. πλησιάζω το χέρι μου σε κάτι ώστε να ακουμπώ 3. (για χρόνο) πλησιάζω, κοντεύω («ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῡ Θεοῡ», ΚΔ Μάρκ.) μσν. νεοελλ. 1. πλησιάζω ερωτικά 2. πειράζω, ενοχλώ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”